Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Mientras Duermes


Μεταφρασμένος τίτλος: Ο θυρωρός
Είδος: Θρίλερ, Τρόμου
Διάρκεια:
Χρονολογία: 2011






  • Συντελεστές:

Director: Jaume Balagueró
Writer: Alberto Marini (screenplay)
Stars: Luis Tosar, Marta Etura, Alberto San Juan


  • Πλοκή:


Ο Σεζάρ εργάζεται ως θυρωρός σε ένα συγκρότημα πολυκατοικιών στη Βαρκελώνη. Κι ενώ περνά απαρατήρητος από τους ενοίκους, ο ίδιος γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους, για κάθε έναν ξεχωριστά, αλλά ειδικά για έναν. Η Κλάρα είναι μια νεαρή κοπέλα που βλέπει απ` τη θετική πλευρά τη ζωή. Αυτή η στάση για τη ζωή, όμως, εκνευρίζει τον Σεζάρ ο οποίος δεν θα χαρεί αν δε σβήσει αυτό το χαμόγελο απ` τα χείλη της μια για πάντα, γιατί ο ίδιος τρέφεται από τον πόνο των άλλων. Απολαμβάνει τη δυστυχία τους, λατρεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να σπέρνει τη μιζέρια και να τη βλέπει να μεγαλώνει. Στην Κλάρα βρίσκει το τέλειο θύμα και θα φτάσει στα άκρα ώστε να την κάνει δυστυχισμένη.

  • Κριτικές:


Ο ισπανός σκηνοθέτης Jaume Balaguero αφήνει την ερασιτεχνική, τηλεοπτική κάμερα των «[rec]» και «[rec]2» και μαζί με τον σεναριογράφο Alberto Marini επικεντρώνονται στον μηχανισμό της κινηματογραφικής αγωνίας, δημιουργώντας ένα κλασσικό, ψυχολογικό θρίλερ όπου το κακό έχει πρόσωπο, τα κίνητρά του είναι ανομολόγητα και πολύπλοκα, καθώς ο τρόμος πηγάζει από μέσα, από την ψυχή και την ουσία της ανθρώπινης σχέσης. Εκεί που η απέχθεια προς τη μοναξιά μετατρέπεται σε μια ακόρεστη επιθυμία για πρόκληση πόνου, ο σαδισμός αντικαθιστά οποιαδήποτε λογική απόρροια και γίνεται μοχλός εξέλιξης, αλλά και λόγος ύπαρξης.

Η ταινία γυρίζει γύρω από τη ζωή του Σέζαρ (Luis Tosar), ενός θυρωρού στα πρόθυρα της μέσης ηλικίας, που ζει κι εργάζεται σε μια ελαφρώς ξεπεσμένη, αρτ νουβό πολυκατοικία της Βαρκελώνης. Ο ίδιος στέκεται στην υποδοχή, υποχρεωμένος να είναι πάντα διαθέσιμος, ευγενικός κι ευπρεπής, ακόμη κι όταν οι άλλοι δεν του δίνουν καμία σημασία. Φαίνεται μάλλον ότι και αυτός αποτελεί ένα κομμάτι μιας περασμένης εποχής. Ο μοναδικός άνθρωπος που μοιάζει να τον υπολογίζει και να τον σέβεται είναι η Κλάρα, μια όμορφη κι ευτυχισμένη γυναίκα που πάντοτε ανταλλάσσει μαζί του δύο κουβέντες πριν φύγει για τη δουλειά. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι παραδόξως με τη συμπεριφορά αυτή σκάβει η ίδια τον λάκκο της, γιατί ο Σέζαρ κρυφά αγανακτεί με τη διάθεσή της, με τη λάμψη του προσώπου της, με τη χαρά που η ίδια έχει για τη ζωή. Γι` αυτό και μερικές φορές, δίνει στον εαυτό του την άδεια να περιπλανηθεί στο διαμέρισμά της, όταν η ίδια δεν είναι εκεί. Ή καμιά φορά, όταν είναι και η ίδια εκεί.

Ο σκηνοθέτης παίζει εύστοχα με τη γενική ιδέα ενός από τους προαιώνιους φόβους, ότι κάποιος μας παρακολουθεί, ακόμη κι όταν νομίζουμε ότι είμαστε μόνοι. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του θεατή στο ίδιο το αντικείμενο του τρόμου, και όχι στην ιδέα, χρησιμοποιώντας βαθμιαία χιτσκοκική κορύφωση στο σασπένς, καταφέρνει να γκρεμίσει την έννοια της «ασφαλούς φωλιάς» και να δηλητηριάσει τη σκέψη όσων έχουν το κουράγιο να αντιμετωπίσουν το κενό και την παράνοια του πρωταγωνιστή. Το δίπολο είναι ξεκάθαρο, από τη μία το ηλιόλουστο, ίσως και λίγο αφελές καλό και από την άλλη το πονηρό κακό που σφετερίζεται όλα όσα δεν έχει, που ψάχνει νόημα στη διαταραχή, που προσπαθεί, με μια αρρωστημένη αλληγορία του μύθου της Περσεφόνης, να τραβήξει το καλό στις σκιές, να το βυθίσει στη δίνη της λύπης. Και βέβαια αυτό είναι που στο τέλος τού δίνει χαρά, το βοηθά να συνεχίσει, σφίγγοντας όλο και περισσότερο τη θηλιά γύρω απ` το ανυπεράσπιστο θύμα, καταφέρνοντας τελικά την πλήρη συναισθηματική κατακρεούργηση του αντικειμένου του πόθου του. Στην πρώτη πράξη, το τοξικό σενάριο στήνει προσεκτικά το σκηνικό της αγωνίας, απλώνοντας ιστούς στους οποίους μπλέκεται η αφήγηση, αλλά κι ο ίδιος ο θεατής που φτάνει να νιώθει παράξενα στοργικά γι` αυτόν τον περίεργο άνθρωπο. Αυτό ακριβώς είναι που θέλει και η ταινία, που στέκεται στις λεπτομέρειες, από την αρχή μέχρι το τέλος, εναλλάσσοντας περίτεχνα το λευκό φως της Κλάρα, με το σκοτεινό γκρι του Σέζαρ. Η κάμερα υπνωτίζει στην αρχή και στοιχειώνει στο δεύτερο μισό βοηθώντας στη χειραγώγηση του κοινού στον τρόμο. Δυστυχώς, οδεύοντας προς την κορύφωση, το φιλμ μοιάζει να ξεπερνιέται από το ίδιο του το είδος και το ιδιαίτερα προβλέψιμο φινάλε καθιστά αδύναμα τα μηνύματα που ίσως έχει σκοπό να περάσει.

Ρόλος κλειδί στην επιτυχία του εγχειρήματος είναι το δίχως άλλο η ερμηνεία του Louis Tosar. Με το βαθύ, σκοτεινό του βλέμμα αλά Boris Karloff, αποδεικνύεται αποτελεσματικός ως αυτός που παραβιάζει το απόρρητο, που μηχανορραφεί ηδονικά πίσω από τους τοίχους, κάτω από τα κρεβάτια και καταφέρνει καίρια χτυπήματα τρόμου και ανατριχίλας. Είναι αυτός που έχει τα κλειδιά για τις ιδιωτικές ζωές όλων στο κτίριο, το οποίο μετατρέπει σε καμβά των αποτρόπαιων, κρυφών του σκέψεων. Η ψύχωσή του είναι γεμάτη ανατριχιαστικές ιδιοτροπίες, αλλά οποτεδήποτε πάει να αμφισβητηθεί από το φιλμικό κείμενο, υπαινισσόμενο ότι κάτι βαθύτερο κι ανθρώπινο συμβαίνει μέσα του, έρχονται τα εφιαλτικά βασανιστήρια, που πολλές φορές μπορεί να είναι και μια απλή εξιστόρηση των όσων έχει κάνει, να αποδείξουν ότι πρόκειται για τους πιο νοσηρούς μπαμπούλες που έχουν περάσει τελευταία από την οθόνη.


Αυτό που μένει τελικά να κάνει ο θεατής, είναι να αποδεχθεί ότι η δυστυχία και η παράνοια αγαπούν την παρέα, προσπαθώντας μάταια να κατανοήσει, όπως και η κατάκοιτη μητέρα του πρωταγωνιστή, τη φύση του κακού. Μπορεί το «ενώ κοιμάσαι» (για ακόμη μια φορά ο μεταφρασμένος τίτλος υστερεί του αυθεντικού) να μην καινοτομεί ιδιαίτερα, ειδικά για τους μυημένους στο είδος, αλλά πρόκειται για ένα ακέραιο, μοχθηρό, ξεκάθαρα ευρωπαϊκού τύπου θρίλερ για την αρρωστημένη γλύκα της εμμονής που επιτρέπουν στην οδύνη και την απόγνωση να βασιλεύουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :