Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Machpoint



Είδος: Δράμα , Θρίλερ
Διάρκεια: 124’
Χρονολογία: 2005





  • Συντελεστές:


Director: Woody Allen
Writer: Woody Allen
Stars: Scarlett Johansson, Jonathan Rhys Meyers, Emily Mortimer

  • Πλοκή:


Ο ήρωας της ωριμότερης ταινίας του Woody Allen από την εποχή του «Διαλύοντας τον Χάρι» είναι ένας loser Ντόριαν Γκρέι, βγαλμένος θαρρείς από βικτοριανό μυθιστόρημα. Η ανέλιξή του στη λονδρέζικη κοινωνία μοιάζει με έναν αγώνα τένις, όπου όλες οι αμφίρροπες μπαλιές αποβαίνουν υπέρ του στο παιχνίδι της αποπλάνησης και της επαγγελματικής καταξίωσης. Στα χέρια του η μεγαλοαστική οικογένεια και η πλούσια κληρονόμος, η… αξιοζήλευτη θέση στελέχους αλλά και η αμαρτωλά όμορφη πρώην σύζυγος του κουνιάδου του!

  • Παραλειπόμενα:


Ένας νεαρός δάσκαλος του τένις, πιάνει φιλίες με κάποιον μαθητή του, ο οποίος ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια. Η άνοδός του στον λεγόμενο καλό κόσμο είναι αστραπιαία, αλλά ο χαρακτήρας του θα τον μπλέξει σε ερωτική σχέση με δύο γυναίκες. Η μία είναι η αδερφή του φίλου του, την οποία παντρεύεται, ενώ η άλλη είναι η αρραβωνιαστικιά του φίλου του. Όπως όμως σε όλα τα παιχνίδια, πρέπει να υπάρξει μόνο ένας νικητής.

Beginner’s luck

Ο Woody Allen εξηγεί ότι η ταινία δεν είναι τυχαία: «Είχα μια ιδέα παλιότερα να κάνω μια ταινία για τον ρόλο που παίζει η τύχη στη ζωή. Όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν κάποιον έλεγχο στη ζωή τους. «Αν γυμνάζομαι και τρώω σωστά και δεν καπνίζω τότε μπορεί να…». Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση. Ήθελα να δείξω τη σημασία της τύχης στη ζωή μας. Πολλοί δεν το παραδέχονται, αλλά με τη βοήθεια της τύχης μπορείς να πετύχεις πολλά πράγματα. Όταν ξεκίνησα εγώ, υπήρχαν πολλοί που ήταν το ίδιο ή περισσότερο ταλαντούχοι σε σχέση με μένα. Βέβαια, ένας από αυτούς πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα. Η τύχη είναι καθοριστικός παράγοντας και δεν το αναγνωρίζουμε».
«Η ταινία αναφέρεται στην τύχη και εγώ είχα πάρα πολλή. Αφενός είχα τους ηθοποιούς που ήθελα. Επιπλέον, κάθε μικρή λεπτομέρεια ήταν υπέρ εμού. Είτε ήθελα να γυρίσω σκηνές σε ένα μουσείο (σ.σ. Μουσείο Tate Μοντέρνας Τέχνης) ή σε ένα εστιατόριο, δεν υπήρξε η παραμικρή δυσκολία. Έκανα γυρίσματα και ήθελα βροχή και είχα βροχή. Μετά ήθελα λιακάδα και εγένετο λιακάδα. Ήταν κάτι το εκπληκτικό».
«Το Λονδίνο έχει πολλά κοινά με τη Νέα Υόρκη. Έχω περάσει πολύ χρόνο στο Λονδίνο παίζοντας μουσική και ενώ έμενα παλιά εκεί έγραψα το «What’s New, Pussycat». Επίσης, μεγάλο μέρος της ταινίας το έγραψα σε μέρη που βλέπετε στην ταινία, σε διάφορα καφέ κλπ. Στην πραγματικότητα χρησιμοποίησα την πόλη σαν έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα, ικανό να σε οδηγήσει σε μερικά πράγματα, αλλά και να αποσιωπήσει άλλα».
Ένας από τους λόγους που γύρισε την ταινία στην Αγγλία και όχι στην Αμερική ήταν επειδή είχε ανεξαρτησία να κάνει ό,τι θέλει, όπως το θέλει και όποτε το θέλει. «Εγώ θέλω οι παραγωγοί να μου δίνουν τα χρήματα και εγώ να τους δίνω μια ταινία. Ούτε να ζητάνε το σενάριο, ούτε να βλέπουν σκηνές από τα γυρίσματα και να απαιτούν αλλαγές ή διαφοροποιήσεις. Επίσης στην Αμερική, οι παραγωγοί θέλουν να έχουν το πάνω χέρι στο μοντάζ. Δε μπορείς να δουλέψεις με την ησυχία σου πλέον στην Αμερική, είναι ρίσκο να γυρνάς ταινία».

Έγκλημα και τιμωρία

Τελικά πόσο εύκολο είναι να πάρεις έναν ρόλο σε ταινία του Woody Allen; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη προετοιμασία για το casting; Η Emily Mortimer μας εξηγεί: «Όταν συναντήθηκα με τον Woody Allen για τον ρόλο, χαιρετηθήκαμε, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και είπε αντίο. Την επόμενη φορά τον είδα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων».
Ο Allen συνεχίζει και για τους υπόλοιπους: «Καθώς κοίταγα μια λίστα με ηθοποιούς, το βλέμμα μου έπεσε στο όνομα της Scarlett. Της έστειλα το σενάριο την Παρασκευή και την Κυριακή απάντησε θετικά. Ήθελε πολύ να το κάνει. Με το που ήρθε από την Αμερική, μετά από μια κουραστική πτήση και νωρίς το πρωί, χωρίς να έχει κάνει πρόβα, γυρίσαμε την πρώτη σκηνή. Είχε χάρη και ήταν όμορφη. Αμέσως κατάλαβα ότι η πίστη μου στη Scarlett δικαιώθηκε. Ήθελα κάποια με τη γοητεία της Scarlett, πολύ sexy, για να κατανοήσει το κοινό το πάθος του Jonathan από την πρώτη στιγμή. Έπρεπε να υπάρχει έντονη χημεία και να φαίνεται αμέσως. Είμαι τυχερός που και οι δύο ηθοποιοί έχουν αυτό που ζητούσα».
Η Scarlett Johansson δεν πήρε τον ρόλο παρουσία του Woody Allen. Όπως λέει η ίδια, τον γνώρισε κατά τη διάρκεια του μακιγιάζ. «Ήθελα το καλοκαίρι να μη γυρίσω ταινία και να πάω διακοπές, όταν ο ατζέντης μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ο Woody θα γυρνούσε μια ταινία και αν ήθελα να δοκιμάσω. Ο Woody είναι ιδιαίτερα αγαπητός σε εμένα και μου αρέσουν οι περισσότερες ταινίες που έχει κάνει, οπότε η ευκαιρία δεν έπρεπε να χαθεί». Στο σενάριο που έστειλε ο Woody Allen στην Johansson υπήρχε ένα σημείωμα που έλεγε: «Αν απαντήσεις θετικά σε αυτό το υλικό, θα είναι υπέροχο να δουλέψω μαζί σου. Αν όχι, ελπίζω να συνεργαστούμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Χαιρετισμούς, Woody». Στην επόμενη ταινία του ταλαντούχου σκηνοθέτη (Scoop), στην οποία θα παίζει και ο ίδιος, θα έχει έναν ρόλο και η Johansson.
«Ο Allen είναι πολύ επικοινωνιακός, αλλά πριν από κάθε σκηνή δε σου μιλάει πάρα πολύ. Επίσης είναι πολύ χαλαρός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μπορεί να πάρει έναν υπνάκο κυριολεκτικά παντού! Έχω μερικές φωτογραφίες που τον δείχνουν να κοιμάται μέσα σε σκηνικά, χωρίς να συμβαίνει τίποτα». Μια μέρα, την ώρα που ο Woody Allen κοιμόταν, η Johansson του κόλλησε ένα χαρτάκι στο πέτο, το οποίο έλεγε: «Γεια, με λένε Dennis». Ο Allen δεν το κατάλαβε και για πολλές ώρες τριγυρνούσε με το χαρτί αυτό κολλημένο πάνω του. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα της χημείας και της σχέσης που είχαν ο διάσημος σκηνοθέτης με την όμορφη ηθοποιό. Πολλοί έλεγαν ότι αν ο Allen ήταν μια γυναίκα 21 χρονών θα ήταν η Johansson, ενώ αν η Johansson ήταν 70χρονος άντρας θα ήταν ο Woody Allen.
Τι δεν της άρεσε όμως στην ταινία; «Υπάρχει μια σκηνή στην οποία φιλάω τον Jonathan Rhys-Meyers και έπρεπε να βρέχει. Γίναμε κυριολεκτικά μούσκεμα και όταν φοράς jeans είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί. Εκείνη την ημέρα μίσησα τον ενδυματολόγο μου, αλλά και τον Woody. Τους έλεγα «αφού δε γράφει πουθενά στο σενάριο για βροχή, τι γίνεται; Δε μπορούμε να γυρίσουμε τη σκηνή σε έναν αχυρώνα;». Ο Jonathan Rhys-Meyers αναφέρει: «Σε αυτή τη σκηνή, υπήρχε τόσο ένταση που άθελά μου δάγκωσα τα χείλη της Scarlett».
Ο Woody Allen είδε πρώτη φορά τον Rhys-Meyers στο «Κάν’ το όπως ο Beckham» και αμέσως τον ξεχώρισε. «Είχε προσόντα τα οποία δεν είχαν άλλοι που μου προτάθηκαν για τον συγκεκριμένο ρόλο», αναφέρει ο Allen. «Δε μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου ότι είναι ο κατάλληλος για τον συγκεκριμένο ρόλο. Έχει τεράστιες δυνάμεις τις οποίες μπορεί και προβάλει στην οθόνη, γεμάτος πάθος και ένταση. Είναι εκπληκτικός».

Ο Jonathan Rhys-Meyers συναντήθηκε για λίγα λεπτά με τον Allen στο Λονδίνο, όπου ο σκηνοθέτης του είπε: «Είμαι ο Woody Allen. Έχω αυτό το σενάριο το οποίο στο δίνω. Αν σε ενδιαφέρει, να έχεις υπόψη σου ότι δεν κάνω πολλές πρόβες. Ας δουλέψουμε». Ο Rhys-Meyers δέχτηκε σχεδόν αμέσως. «Είναι σα να σου ζητάει να ποζάρεις ο Picasso, δεν το απορρίπτεις με τίποτα. Όταν αργότερα διάβασα το σενάριο κατάλαβα ότι εγώ ήμουν ο πρωταγωνιστής! Έμεινα κυριολεκτικά έκπληκτος. Εκτιμώ ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Allen με προτίμησε επειδή μπορούσα να δώσω φυσικότητα στον ρόλο. Εάν ο Woody πιστεύει ότι είσαι καλός και σε θέλει για έναν ρόλο, τότε ξέρει ότι μπορείς να παίξεις αυτόν τον ρόλο καλά».

Ο Rhys-Meyers δεν έχει σα δυνατό του σημείο το τένις. «Προσπαθούσα να μη δείξω ηλίθιος στην ταινία, γιατί είμαι απαίσιος παίκτης του τένις. Θα προτιμούσα παίξω οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι στον κόσμο, αλλά ο χαρακτήρας μου παίζει τένις. Έτσι έκανα πολύ εξάσκηση, σχεδόν δύο ώρες κάθε μέρα για ένα μήνα και μπορώ να πω ότι βελτιώθηκα. Δεν είμαστε γνωστοί για το τένις στην Ιρλανδία και ο ήρωας στην αρχή δεν ήταν Ιρλανδός, αλλά τον έκαναν επειδή είμαι εγώ και έγινε σαν ανέκδοτο: Ιρλανδός τενίστας!».

Ο Allen εξηγεί: «Ο πρωταγωνιστής είναι τενίστας για δύο λόγους. Πρώτον, η μεταφορά που δίνω και ο παραλληλισμός είναι, πιστεύω εμφανείς. Σε αντίθεση με άλλα αθλήματα, στο τένις μπορείς να το δεις παραστατικά. Δεύτερον, ένας δάσκαλος του τένις θα μπορούσε πολύ εύκολα να συναναστραφεί με αριστοκράτες και άτομα της υψηλής κοινωνίας. Δε θα χρειαζόταν να κάνω κάτι ακραίο για να ενταχθεί στον κόσμο τους».

Game, set and match

Ο κινηματογραφιστής Remi Adefarasin αναφέρει για την πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη: «Στον Woody αρέσει να βρίσκεται κοντά στην κάμερα όταν γυρίζουμε, έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τα πρόσωπα των ηθοποιών. Δε χρησιμοποιεί μόνιτορ επειδή καταλαβαίνει ότι αυτό μπορεί να είναι παραπλανητικό». Ο σχεδιαστής παραγωγής Jim Clay και η σχεδιάστρια κοστουμιών Jill Taylor συνεργάστηκαν επίσης για πρώτη φορά με τον Woody Allen. Η Taylor αντί για τα πολύ στιλιζαρισμένα ρούχα, προτίμησε κάτι πιο κλασικό και διαχρονικό, το οποίο όμως να προσδίδει και την ταξική συνείδηση των ηρώων.

Από την άλλη πλευρά, ο Jim Clay έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την παρουσίαση των περιχώρων του Λονδίνου στον Allen. «Ο Jim Clay έκανε μια τρομερή συνεισφορά στην ταινία», ομολογεί ο Allen. «Ήταν τόσο προσεγμένος και ευρηματικός και μας έδειξε καταπληκτικές τοποθεσίες, υπέροχα σκηνικά και υπεδείκνυε τις τέλειες λύσεις σε κάθε πρόβλημα που προέκυπτε».

Το νεφώδες τοπίο του Λονδίνου άρεσε στον Allen. «Αυτό το συγκεκριμένο φως δίνει μια μοναδική χρωματική απόχρωση, η οποία είναι πολύ όμορφη και πλούσια για τη φωτογραφία». Ο Allen προτιμάει να χρησιμοποιεί φυσικούς χώρους και όσοι έχουν επισκεφτεί το Λονδίνο θα αναγνωρίσουν πολλούς. Μερικά από τα χαρακτηριστικά σημεία που παρουσιάζονται είναι το St. James Park, η Millennium Bridge, το Royal Court Theatre, το Palace Theatre, το Covent Garden Hotel, St. George’s Gardens and Blackfriars Bridge.

Μερικές φορές, δεν ήταν πρακτικό το να κάνουν γυρίσματα σε συγκεκριμένα μέρη και έτσι ο Clay με την ομάδα του έπρεπε να κατασκευάσουν τα αντίστοιχα σκηνικά. Για παράδειγμα, ενώ είχαν γίνει κάποια γυρίσματα στο Μουσείο Tate, ένα πρόβλημα στον ήχο μέσα στις γκαλερί ανάγκασαν την ομάδα παραγωγής να κατασκευάσει μια ρεπλίκα της γκαλερί, μαζί με τους πίνακες, σε ένα ζυθοποιείο. Αντίστοιχα, οι σκηνές του θεωρείου γυρίστηκαν μέσα στο Royal Opera House, αλλά η σκηνή της όπερας κατασκευάστηκε σε ένα στούντιο.

Για άλλη μια φορά, ο Woody Allen απέφυγε την τυπική μουσική επένδυση μιας ταινίας. Σε αντίθεση όμως με τις προηγούμενες jazz πινελιές, προτίμησε την όπερα. Αλήθεια γιατί τόση όπερα κύριε Allen; «Διάλεξα τη μουσική επένδυση της ταινίας να είναι από όπερες για μερικούς προσωπικούς λόγους. Κυρίως όμως γιατί η ταινία είναι οπερατική, έχει αυτό το έντονο στοιχείο του μελοδράματος. Υπάρχουν πράγματα τα οποία συναντά κανείς σε μία όπερα: πόθο και πάθος, ζήλια και προδοσία, μοίρα και τύχη, έγκλημα και τιμωρία». Σχεδόν όλα τα κομμάτια τα τραγουδάει ο θρυλικός Enrico Caruso. Ενδεικτικά έχουμε:

«Una furtiva lagrima» από «L`Elisir d`Amore»

«Un dì felice, eterea» από «La Traviata»

«Mal reggendo all`aspro assalto» από «Il Trovatore»

«Mi par d`udir ancora» από «I Pescatori di Perle»

«Mia piccirella» από «Salvator Rosa»

«Gualtier Malde!.. Caro nome» από «Rigoletto»

«Arresta» από «Guglielmo Tell»

«Desdemona» από «Otello»

«I Believe My Heart» από «The Woman in White»

«O figli, o figli miei!» από «Macbeth»

Trivia

Η ταινία γυρίστηκε κυρίως στο Λονδίνο και είναι η πρώτη ταινία του Woody Allen που γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου στη Μεγάλη Βρετανία. Επίσης, είναι η μεγαλύτερη, με διάρκεια λίγο παραπάνω από δύο ώρες.

Η επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας έγινε τον περασμένο Μάιο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, εκτός συναγωνισμού.

Η εταιρεία παραγωγής είναι η BBC Films.

Ο Allen δεν ήθελε να γίνουν πολλές πρόβες και ενθάρρυνε τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν όπου μπορούσαν. «Το ξέρω ότι εγώ το έγραψα, αλλά αισθανθείτε ελεύθεροι να το πείτε με τον δικό σας τρόπο. Αν σας βγει στα λόγια κάτι διαφορετικό, μη διστάσετε καθόλου. Είστε ηθοποιοί, ξέρετε πώς να κάνετε τη δουλειά σας. Σας προσέλαβα γιατί πιστεύω ότι μπορείτε να παίξετε αυτούς τους ρόλους και να το κάνετε καλά».

  • Κριτικές:


Ο Woody Allen το έκανε και πάλι το θαύμα του. Στα 70 του χρόνια αφηγείται μια ιστορία για ένα παράνομο ερωτικό δεσμό με απρόσμενη κατάληξη. Ε, και; θα πείτε. Το έχουμε ξαναδεί το σενάριο. Αυτή τη φορά όμως, η κλισέ ιστορία, έχει έντονο κοινωνιολογικό υπόβαθρο και σταθερό φιλοσοφικό πυρήνα που της δίνουν σοβαρό λόγο ύπαρξης. Οι τάξεις, η θέληση για δύναμη, πλούτο και ανέσεις, η ασφάλεια ενάντια στο ρίσκο, η ρουτίνα ενάντια στο απροσδόκητο, η λογική έναντι του έρωτα. Και ο παράγοντας τύχη το ίδιο βασικός όσο και ο παράγοντας άνθρωπος να συμβολίζεται πανέξυπνα με ένα αγώνα τένις.

Ο Woody Allen ανανεώνεται αλλά κρατάει και τις σταθερές του. Οργανώνει το ντεκουπάζ του σε μια σειρά από μεγάλα πλάνα με αργά απαλά τράβελινγκ, που άλλοτε πλησιάζουν τους ήρωες σε απόσταση αναπνοής, και έχουν πρόσβαση και στην πιο μικρή, αδιόρατη σύσπαση του προσώπου και άλλοτε απομακρύνονται από αυτούς τοποθετώντας τους στο αχανές, γκρίζο, μουντό και ελαφρώς ξενέρωτο "πλούσιο" Λονδίνο, τονίζοντας τη διαλεκτική προσώπων και χώρου. Αυτό αφενός δίνει ρυθμό στην ταινία και συνεισφέρει στην κλιμάκωση της κάθε σκηνής, αφετέρου δίνει μεγάλη ελευθέρια στους ηθοποιούς να ερμηνεύσουν την κάθε σκηνή με την απαιτούμενη συναισθηματική αλλά και σωματική συνεχεία, χωρίς να χρειασθεί να γυρίσουν την ίδια σκηνή από 15 διαφορετικές γωνίες λήψης. Η φωτογραφία του Remi Adefarasin χειρίζεται αξιοθαύμαστα ένα πολύ δύσκολο φως, το λευκό και παίζει με τη λάμψη του και με το πόσο εύκολα μπορεί να σβήσει. Ο συννεφιασμένος ουρανός της Αγγλίας βοηθάει στη δημιουργία μιας μουντής ατμόσφαιρας και ο Adefarasin το εκμεταλλεύεται στο έπακρο, ενώ παίζει ιδιαίτερα με το φωτισμό των προσώπων και κυρίως των ματιών. Η σκηνογραφία σπάει κοκάλα, είτε οι ήρωες τοποθετούνται στο παραμυθένιο μέγαρο της Βρετανικής έξοχης, είτε τοποθετούνται στα μεγάλα γυάλινα, πλούσια και άκρως επικίνδυνα σπίτια του Λονδίνου, είτε σε μικρούς ασφυκτικούς χώρους που παγιδεύουν την ηρωίδα.

Το σενάριο του Woody Allen είναι έξοχα δομημένο και εξελίσσεται με νομοτελειακή ακρίβεια, ενώ οι ανατροπές του τελευταίου 15λεπτου είναι τόσο έντονες και έξυπνες που θύμισαν λίγο το Spellbound του Hitchcock . Οι διάλογοι του είναι εξαιρετικοί, γεμάτοι καυστικό χιούμορ και ειρωνεία, ενώ το τέλος της ταινίας του είναι σαρκαστικό και μελαγχολικό συνάμα. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τη μουσική επιμέλεια της ταινίας που περιλαμβάνει συγκεκριμένα κομμάτια από συγκεκριμένες όπερες που άλλοτε επανέρχονται σαν λαιτ μοτιφ και άλλοτε ντύνουν εκπληκτικά κάποιες από τις πιο δυνατές και βασικές σκηνές του έργου.


Ο Woody κάνει μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του (και σίγουρα μια από τις καλύτερες της μέχρι τώρα χρονιάς μαζί με το Good Night, and Good Luck και το All the Invisible Children) και πιθανότατα θα αισθάνεται περήφανος που κατάφερε κάτι τέτοιο και μάλιστα στη δύσκολη ηλικία των 70. Από την άλλη είναι αρκετά σεμνός ώστε να στέκεται μπροστά από ένα καθρέφτη και να αυτοθαυμάζεται. Κατά τη γνώμη μου πάντως θα έπρεπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :