Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

The Departed


Μεταφρασμένος Τίτλος: Ο πληροφοριοδότης

Είδος:  Αστυνομική
Διάρκεια: 151’
Χρονολογία:  2006





  • Συντελεστές:


Director: Martin Scorsese
Writers: William Monahan (screenplay), Alan Mak
Stars: Leonardo DiCaprio, Matt Damon, Jack Nicholson |

  • Πλοκή:


O Colin (Matt Damon) μεγάλωσε στο South Boston, ψυχογιός του ιρλανδού αρχι-μαφιόζου Frank Costello (Jack Nicholson), o οποίος τον σπρώχνει να καταταγεί στην αστυνομία για να κάνει καριέρα, χωρίς φυσικά να πάψει να δουλεύει (για το αζημίωτο) για εκείνον. Ένα άλλο γειτονόπουλο, ο Billy (DiCaprio), στρατολογείται μέσα από τις φυλακές από την αστυνομία ως πληροφοριοδότης, ώστε, δρώντας υπό τις οδηγίες του αρχηγού Queenan (Martin Sheen) να διεισδύσει στις τάξεις του Costello. Η κάθε πλευρά γνωρίζει ότι υπάρχουν σπιούνοι στο παιχνίδι, οπότε η κατάληξη μοιάζει φαταλιστική: Όποιος πιαστεί πρώτος θα πεθάνει.

  • Παραλειπόμενα:


Ριμέικ της ταινίας Infernal Affairs του 2002.

Ο Colin Sullivan, είναι έξυπνος, φιλόδοξος και φαίνεται να ελίσσεται γρήγορα στην ιεραρχία του αστυνομικού τμήματος της Μασαχουσέτης και στο επίλεκτο Σώμα Έρευνας, του οποίου πρωταρχικός στόχος είναι ο ισχυρός Ιρλανδός μαφιόζος Frank Costello. Ο Billy Costigan, παιδί του δρόμου και σκληρός, έχει βίαιη συμπεριφορά, κάτι που του κοστίζει το σήμα του και τελικά τον «ρίχνει» πίσω στη σκληρή ζωή των δρόμων της Βοστόνης, όπου «στρατολογείται» από τον Costello. Όμως, κανείς από τους δυο τους δεν είναι αυτό που φαίνεται, και καθώς δουλεύουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, μπλέκονται σε ένα επικίνδυνο κυνήγι γάτας – ποντικού. Ο κάθε άνδρας είναι πλήρως απορροφημένος από τη διπλή του ζωή, μαζεύοντας πληροφορίες για τα σχέδια της κάθε πλευράς. Όταν γίνεται εμφανές τόσο στους γκάνγκστερ όσο και στην αστυνομία ότι έχουν από έναν προδότη στις τάξεις τους, ο Billy και ο Colin κινδυνεύουν να βρεθούν ακάλυπτοι. Και ο καθένας τους πρέπει να αποκαλύψει το συντομότερο δυνατόν την ταυτότητα του άλλου, ώστε να σώσει τον εαυτό του!

Πληροφορίες εντός

Η ιστορία του «Πληροφοριοδότη» βασίζεται στο θρίλερ «Infernal Affairs», παραγωγής Χονγκ Κονγκ, το οποίο βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2002 και το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ασία, πριν κυκλοφορήσει στην Αμερική το 2004. Η Αμερικανική του έκδοση άρχισε να μπαίνει στα σκαριά, με τον William Monahan να γράφει το σενάριο. Ο σεναριογράφος θυμάται, «Δεν είχα δει το «Infernal Affairs» και δεν ήθελα να το δω πριν προσαρμόσω την ιστορία. Δούλευα πάνω σε μία μετάφραση που είχε γίνει από το Κινέζικο σενάριο. Το επίκεντρο της ιστορίας ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, και βασιζόμενος σε αυτό, μπόρεσα να δημιουργήσω νέους χαρακτήρες. Μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι όλοι οι βασικοί ήρωες είχαν διπλή ζωή στην Κινεζική εκδοχή, αλλά στη διασκευή μου, το επίκεντρο είναι η τραγική αυτή στιγμή που υπάρχει στη ζωή των περισσότερών ανθρώπων, όταν ξεφεύγουν από το στόχο τους και από αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να κάνουν στις ζωές τους».

«Το «Infernal Affairs» είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του γιατί μου αρέσει ο κινηματογράφος του Χονγκ Κονγκ, αλλά «Ο Πληροφοριοδότης» δεν είναι απλά μία διασκευή αυτής της ταινίας», λέει ο Martin Scorsese. «Η ταινία είναι εμπνευσμένη από το «Infernal Affairs», ωστόσο, ο κόσμος που δημιούργησε ο William Monahan είναι διαφορετικός. Όταν έλαβα το σενάριο, μου πήρε πολύ καιρό να το διαβάσω, γιατί ξεκίνησα αμέσως να το μεταφέρω κινηματογραφικά στο μυαλό μου και να μπαίνω στη φύση της ιστορίας και των χαρακτήρων. Ένα από τα πράγματα που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση είναι ότι η περιγραφή των χαρακτήρων και η συμπεριφορές τους απέναντι στον κόσμο στον οποίο ζουν ήταν τόσο ασυμβίβαστες. Αυτό ήταν το στοιχείο που με έκανε να θέλω να σκηνοθετήσω την ταινία».

Ο παραγωγός Graham King σημειώνει, «Θα μπορούσες να πεις ότι «Ο Πληροφοριοδότης» θυμίζει κάτι από τις παλιές ταινίες του Martin Scorsese, όπως το «GoodFellas» και το «Mean Streets», ένα είδος δηλαδή με το οποίο είχε ταυτιστεί στο παρελθόν. Σε αυτήν τη ταινία βασίζεται σε αυτό το είδος, αλλά δημιουργεί κάτι εξολοκλήρου διαφορετικό και πρωτότυπο». «Το να δουλεύεις με τον Martin Scorsese είναι μία μοναδική εμπειρία», λέει ο Monahan. «Ήταν για μένα ένα προνόμιο να μπορώ να τον βλέπω να στήνει την ταινία στο μυαλό του, όσο συζητούσαμε το σενάριο. Ήταν σαν να μάθαινα από την αρχή για την τέχνη του κινηματογράφου, μέρα με τη μέρα». Ο Monahan θυμάται ότι προσπαθούσε να εντάξει τον «Πληροφοριοδότη» σε ένα κόσμο που του ήταν πολύ οικείος. «Ανέλαβα το όλο εγχείρημα μία εποχή που σκεπτόμουν πολύ έντονα τη Βοστόνη, από όπου κατάγομαι, αλλά και ανθρώπους του παρελθόντος που έχουν βγει πια από τη ζωή μου. Οπότε, είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω θέματα, που ήταν πολύ προσωπικά για εμένα».

Ο Tom Duffy, βετεράνος του αστυνομικού τμήματος της Μασαχουσέτης, που δούλεψε ως τεχνικός σύμβουλος στην ταινία, αποκαλύπτει ότι η τάση του σεναριογράφου να επικεντρώσει την ταινία στη διαμάχη μεταξύ του κράτους και της Ιρλανδέζικης μαφίας στη Βοστόνη βασίζεται στην πραγματικότητα. «Σαφώς, η Ιρλανδέζικη μαφία κυριαρχούσε και ήλεγχε τον υπόκοσμο της πόλης, ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, μέχρι και πρόσφατα. Οι Ιρλανδοί ήταν οι πρωτεργάτες της παρανομίας στις νότιες συνοικίες της Βοστόνης».

Συνεργαζόμενος για τρίτη φορά με τον Scorsese, ο ηθοποιός Leonardo DiCaprio σχολιάζει, «Παρόλο που «Ο Πληροφοριοδότης» είναι μία γκανγκστερική ταινία είναι πολύ πιο διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη έχει κάνει ο Marty μέχρι σήμερα. Επικεντρώνεται σε διαφορετικά στοιχεία – όχι μόνο στην Ιρλανδική μαφία, αλλά κυρίως στις αστυνομικές δυνάμεις και στη διαφθορά που υπάρχει και σε αυτές. Παράλληλα, η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον που είναι η Βοστόνη και όχι η Νέα Υόρκη. Βέβαια, όσο προχωρούσε η ταινία καταλάβαμε ότι ήταν περισσότερο μία ιστορία για την Αμερική και ένα σχόλιο για τη διαφθορά ορισμένων κέντρων αποφάσεων που δραστηριοποιούνται σε όλη τη χώρα».

«’Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του να κάνεις την παραγωγή μίας ταινίας του Scorsese, είναι το κάστινγκ», σημειώνει ο Graham King. «Ο Marty έχει τον τρόπο να διαλέγει τους καλύτερους ηθοποιούς για τον κάθε ρόλο, και αυτή η ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση». Ο Matt Damon προσθέτει, «Το να δουλεύει ένας ηθοποιός με τον Martin Scorsese, είναι ό,τι καλύτερο. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα και μόνο κοιτώντας τον να γυρίζει την ταινία. Ξέρει να κρίνει καλά τους χαρακτήρες και να διακρίνει τι είναι αληθινό και τι όχι. Πολλές λαμπρές κινηματογραφικές στιγμές, που έχει γυρίσει ο ίδιος, είναι εκείνες που «βυθίζονται» στους χαρακτήρες των ρόλων. Αυτές είναι και οι στιγμές που ενδιαφέρουν κυρίως τους ηθοποιούς. Αυτός είναι και ο λόγος που θέλουμε όλοι να συμμετέχουμε στις ταινίες του». «Πώς γυρίζει κάποιος μία ταινία;», ρωτά ο Scorsese. «Χρησιμοποιείς διάφορα στοιχεία, κατά κάποιο τρόπο. Την ιστορία, τη γλώσσα, το περιβάλλον, τους ανθρώπους – όλα αυτά είναι στοιχεία. Από όλα αυτά τα εκπληκτικά στοιχεία, εκείνο στο οποίο βασίζομαι περισσότερο για να πω την ιστορία μου, είναι η επιλογή των ηθοποιών. Ήταν πραγματικά καταπληκτικό το να καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε όλους αυτούς τους ταλαντούχους ηθοποιούς για αυτήν τη ταινία».


Trivia

Ο Martin Scorsese ήθελε να γυρίσει όλη την ταινία στη Βοστόνη, αλλά για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, έκανε τα περισσότερα γυρίσματα στη Νέα Υόρκη.

Ο Matt Damon, κατά τη διάρκεια της έρευνας που έκανε για τον χαρακτήρα του, δούλεψε με μια μονάδα της Αστυνομίας της Μασαχουσέτης. Τους συνόδεψε σε αρκετές περιπολίες, συμμετείχε σε μια έφοδο για ναρκωτικά και έμαθε πώς να κάνει σωματική έρευνα σε έναν ύποπτο.

Για τον ρόλο του Frank Costello, είχε προταθεί ο Robert De Niro, αλλά επειδή ετοίμαζε τη δική του ταινία, The Good Shepherd, δε δέχτηκε. Αντίθετα, ο Leonardo DiCaprio ήταν να παίξει στην παραπάνω ταινία και την απέρριψε για να παίξει τον ρόλο του Billy Costigan.

Αρχικά ο Jack Nicholson είχε απορρίψει τον ρόλο, στη συνέχεια όμως και μετά από συνάντηση που είχε με τον Martin Scorsese και τον Leonardo DiCaprio συμφώνησε. Ο κυριότερος λόγος που δέχτηκε να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο, ήταν γιατί είχε γυρίσει αρκετές κωμωδίες τελευταία και ήθελε να παίξει τον ρόλο ενός κακού. Έτσι, θεώρησε ότι ο χαρακτήρας του Frank Costello ήταν η απόλυτη ενσάρκωση του κακού.

Ο τεχνικός σύμβουλος της ταινίας ήταν ο Tom Duffy, παλιός ντετέκτιβ της Αστυνομικής Διεύθυνσης τη Βοστόνης για 30 χρόνια. Ο Duffy ειδικευόταν στο οργανωμένο έγκλημα και είχε ασχοληθεί με τον περιβόητο γκάνγκστερ της νότιας Βοστόνης, Whitey Bulger, στον οποίο έχει βασιστεί αρκετά ο Frank Costello. Ο Scorsese ήταν τόσο ευχαριστημένος από τη βοήθεια του Duffy, έτσι ώστε του έδωσε τον μικρό ρόλο του Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, που ορκίζει τους καινούριους αστυνομικούς.

Ο Scorsese ήθελε κάποια διάσημη ηθοποιό για τον ρόλο της Madolyn, όπως η Kate Winslet ή η Hilary Swank, αλλά αργότερα αποφάσισε να τον δώσει σε κάποια νέα ηθοποιό.

Η λέξη fuck και τα παράγωγά της ακούγονται 237 φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, ενώ η λέξη cunt 22 φορές.

Ο Jack Nicholson αρνήθηκε να φορέσει το καπέλο των Boston Red Sox και φορούσε των New York Yankees (ομάδες του baseball).

Ο Brad Pitt ήταν να υποδυθεί τον Colin Sullivan, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε. Η μόνη συμμετοχή του στην ταινία ήταν η παραγωγή της, από την εταιρεία του Plan B.

Στο μάθημα της βαλιστικής, μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία από τα θανατηφόρα τραύματα του John F. Kennedy στο κεφάλι.

  • Κριτικές:

Στους Κακόφημους Δρόμους της Βοστώνης: O Colin (Matt Damon) μεγάλωσε στο South Boston, ψυχογιός του ιρλανδού αρχι-μαφιόζου Frank Costello (Jack Nicholson), o οποίος τον σπρώχνει να καταταγεί στην αστυνομία για να κάνει καριέρα, χωρίς φυσικά να πάψει να δουλεύει (για το αζημίωτο) για εκείνον. Ένα άλλο γειτονόπουλο, ο Billy (DiCaprio), στρατολογείται μέσα από τις φυλακές από την αστυνομία ως πληροφοριοδότης, ώστε, δρώντας υπό τις οδηγίες του αρχηγού Queenan (Martin Sheen) να διεισδύσει στις τάξεις του Costello. Η κάθε πλευρά γνωρίζει ότι υπάρχουν σπιούνοι στο παιχνίδι, οπότε η κατάληξη μοιάζει φαταλιστική: Όποιος πιαστεί πρώτος θα πεθάνει.

Τα παλιόπαιδα – τ’ ατίθασα: To ξέρει ο κόσμος όλος, το περιμένουν όλοι (στη γωνία). Ο Martin Scorsese γυρνάει πίσω με ένα εν πολλοίς remake του καταιγιστικού Infernal Affairs (2002), ανεβάζοντάς το δυο επίπεδα παραπάνω, σε ανάπτυξη χαρακτήρων και μεστότητα φιλμικής ρητορικής. Με ένα απύθμενο πολιτικό innuendo δια-της-βίας. Σκληρές καταστάσεις. Ο διάλογος δια χειρός William Monahan (Kingdom of Heaven) ατακαδόρικος, αναιδής, συμπυκνώνει τη φιλοσοφία ενός ακόμη Κακόφημου Δρόμου στον οποίο επιστρέφει (ξανά και ξανά, με τελευταίο σταθμό το Goodfellas) ντελιριακά ο Marty. H ταινία όζει τεστοστερόνη, είναι μια ξεκάθαρα αντρική υπόθεση. Είναι η προδοσία, η παρανοϊκή, αυτοκαταστροφική βία, η αλυτρωτική επιθυμία για κάτι καλό, που καταπνίγεται από ένα σύστημα ολοκληρωτικής διαφθοράς. Δεν υπάρχει ένας θετικός χαρακτήρας εδώ. Όλοι είναι κακοί ως πανάθλιοι. Αφοπλιστικά οικείοι (μέσα στο αδιέξοδό τους) κακοί όμως.

Από Marty καλοκαίρι: Αν η αγωνία του πιστού Scorsese fan (περίπου…όλων μας δηλαδή) είναι για το κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό Scorsese film, σχολάσαμε. Δεν τίθεται θέμα. Είμαστε Mean Streets και Goodfellas γωνία. Εκεί που δεν έφτασε ποτέ ο μείζων Michael Mann του Heat, εκεί που δεν μπόρεσε να σταθεί χωρίς να παρωδήσει ο Quentin Tarantino του Reservoir Dogs. Μοναδικός εφάμιλλος συνομιλητής στην κουβέντα είναι ο Sam Peckinpah του Straw Dogs και του Wild Bunch. Ο Marty έκανε τις προσευχές μας πραγματικότητα πράττοντας το αυτονόητο. Ξέχασε το oscar (μανία που έβλαψε τα Casino, Gangs of New York και Aviator) και έπιασε τα παλιά, τα γνώριμα, αυτά που ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον. Σπιρτόζος, αεικίνητος φακός, σίγουρα πλάνα, σπιντάτος ρυθμός. Νομίζεις ότι την έχει κάνει 20άρης τη δουλειά κι όχι ο σκηνοθέτης του Raging Bull και του Taxi Driver.

Boston Dream Team εν δράσει: Αν η Thelma Schoonmaker βραβεύτηκε με oscar για το Aviator, εδώ πρέπει να παραλάβει ειδικό μέγα βραβείο κινηματογραφικής κοπτοραπτικής. Μιλάμε για ψαλίδι που ακολουθεί τη σκέψη, με αποτέλεσμα και η πιο γραφική σκηνή εξωφρενικής βίας να γίνεται στολίδι στο κάδρο, μια φευγαλέα αιματηρή ελαιογραφία. Αν και τα rock ακούσματα δεν κολλάνε ιδανικά με τον χαρακτηριστικά υφέρποντα μουσικό σχολιασμό του Howard Shore, η αδρή, αφτιασίτωτη φωτογραφία του Ballhaus (Gangs of NY, GoodFellas, The Last Temptation of Christ) αποζημιώνει καταλλήλως. Εκεί όμως που το project δίνει ρέστα, είναι το all-star-cast. Ο μπεμπέκος Leo DiCaprio επιτέλους ενηλικιώνεται, χτίζοντας στέρεα (στην 3η-και-καλλίτερη συνεργασία του με τον Marty) πάνω στην έμφυτη υποκριτική του οξυδέρκεια. O φατσικά ψιλο-αντιπαθής Matt Damon βελτιώνεται σταδιακά, κορυφώνοντας στο ολισθηρό για τον χαρακτήρα του finale. Οι Martin Sheen και Alec Baldwin παίζουν στο άσπρο – μαύρο του διπόλου καλός –κακός μπάτσος. H άπιστη γυνή (στο τριγωνάκι με Leo και Matt που μάλλον αχρείαστο είναι σεναριακά) Vera Famiga, ίσα που επιπλέει πάνω στα κύματα ενέργειας που ξεσηκώνουν τα λαμπρά αστέρια της ταινίας, ενώ αποκάλυψη- τώρα είναι ο πάλαι ποτέ Marky Mark και εσχάτως Mark Wahlberg, στο βαθμό που το προφίλ του αθυρόστομου καραβανά- μπάτσου που σπάει χαμόγελα στον θεατή σε κάθε του εμφάνιση, παίζει μέχρι και στα οscars.

You, Sexy Beast: στα 69 του (…), το τέρας (σκέτο) αυτό ο Jack Nicholson cineχίζει ανενόχλητος να σαρώνει την οθόνη, με μια παρτιτούρα που περιέχει νότες από τον Joker (Batman), τον Jack Torrance (The Shining), μέχρι τον Don Logan (Sir Ben Kingsley στο Sexy Beast). Του έκανε τη χάρη ο Marty και τον άφησε να παίξει φορώντας τα μαύρα γυαλιά, και ο Jack ανταπέδωσε και έπαιξε τη μπάλα της ζωής του. Μιλώντας για παρ’ ολίγον ή οριστικές αρνήσεις στο casting, ο Leo ήταν να παίξει στο The Good Shepherd, project του Bobby De Niro, που ήταν να παίξει το ρόλο του Martin Sheen. Για το μόνο γυναικείο ρόλο συζητήθηκε πολύ η Hilary Swank με εναλλακτική την Kate Winslet. Όπως και να πήγαινε διαφορετικά η ιστορία, η ταινία θα ήταν κάτι άλλο, κατώτερο, χωρίς τον The Jack. Πάει μάλλον για β’ ανδρικό, εκτός αν ισχύσει η α λα Hannibal Lector (με βράβευση του A. Hopkins παρά τον περιορισμένο χρόνο on screen) λογική της Ακαδημίας.


To Απόλυτο Scorses-ικό αριστούργημα; Όχι. Όταν είσαι αθλητής που κάνει 100άρι στα 9.79’’, το να τα τρέξεις στα 10 δευτερόλεπτα δεν είναι career’s best. Είναι και κανα ημίωρο παραπάνω η ταινία (ψήγμα oscarικών βλέψεων;), χωρίς να σημαίνει ότι βαριέσαι κιόλας. Το Departed δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, πρέπει μάλλον να ιδωθεί περισσότερο ως ένα Mean Streets reloaded, μια επιβεβαίωση του πληγωμένου εγωισμού του μεγαλύτερου εν ενεργεία (F. F. Coppola ακούς;) αμερικανού σκηνοθέτη. Ποίηση του πεζοδρομίου, ορμητική εκτόνωση ενός βαθιά ενοχικού Καθολικού, ή απλά μια έκρηξη αδρεναλίνης μιας παλιοπαρέας κινηματογραφικών ταλέντων, το The Departed δε θα μείνει στην φιλμική ιστορία ως κλασικό, όμως η πρώτη (και σαφέστατα όχι τελευταία) θέασή του με έπεισε ότι επιτέλους η φετινή χρονιά έχει να δώσει τουλάχιστον μια ταινία που ικανοποιεί πέρα για πέρα, αυτόν που εγώ αποκαλώ cineδητοποιημένο θεατή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :